Όπλο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: όπλο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пиштол, пиштолот, пушка, пиштол за, оружје
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όπλο
όπλο-στυλό, όπλο-ηλεκτροσόκ, όπλο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, όπλο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- όπερα στα σλαβομακεδονικά - опера, оперска, операта, Opera, оперски
- όπλα στα σλαβομακεδονικά - оружје, раце, оружјето, рацете, на оружје
- όπου στα σλαβομακεδονικά - каде, каде што, кога
- όπως στα σλαβομακεδονικά - како што се, како на пример, како што е, како што, како таква
Τυχαίες λέξεις
Όπλο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пиштол, пиштолот, пушка, пиштол за, оружје
Μεταφράσεις: пиштол, пиштолот, пушка, пиштол за, оружје