Επιμελούμαι στα νορβηγικά
Μετάφραση: επιμελούμαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betjene, redigere, epimeloumai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιμελούμαι
επιμελούμαι αρχαια, επωφελούμαι συνωνυμα, επιμελούμαι παραγωγα, επιμελούμαι σύνταξη, επιμελούμαι κλιση, επιμελούμαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, επιμελούμαι στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- επιμήκυνση στα νορβηγικά - forlengelse, tøyelighet, forlengelsen, forlengelses
- επιμελής στα νορβηγικά - flittig, utholdende, ivrig, flittige, grundige, vinn
- επιμονή στα νορβηγικά - utholdenhet, standhaftighet, utholdenhet til
- επιμύθιο στα νορβηγικά - sedelig, moral, moralsk, Aftermath, kjølvannet, etterkant, etterspill, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιμελούμαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: betjene, redigere, epimeloumai
Μεταφράσεις: betjene, redigere, epimeloumai