Επιμελούμαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιμελούμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
edite, edimburgo, dez, tender, editar, epimeloumai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιμελούμαι
επιμελούμαι αρχαια, επωφελούμαι συνωνυμα, επιμελούμαι παραγωγα, επιμελούμαι σύνταξη, επιμελούμαι κλιση, επιμελούμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιμελούμαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιμήκυνση στα πορτογαλικά - alongamento, elongação, de alongamento, o alongamento, alongamento de
- επιμελής στα πορτογαλικά - esforçado, aplicado, diligente, assíduo, dilapidado, diligentes, diligent, ...
- επιμονή στα πορτογαλικά - persistência, perseverança, a perseverança, perseverance, da perseverança
- επιμύθιο στα πορτογαλικά - moral, resultado, conseqüência, Aftermath, Consequências, rescaldo
Τυχαίες λέξεις
Επιμελούμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: edite, edimburgo, dez, tender, editar, epimeloumai
Μεταφράσεις: edite, edimburgo, dez, tender, editar, epimeloumai