Αρχαίος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρχαίος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verouderd, archaïsch, oude, oud, oudheden, het oude, de oude
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαίος
αρχαίος αργαλειός, αρχαίος δήμος της αττικής, αρχαίος έλληνας ανθοπώλης από την αθήνα, αρχαίος αττικός δήμος, αρχαίος ναός, αρχαίος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρχαίος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρχή στα ολλανδικά - activeren, aanzetten, aanvang, aanhef, beginsel, voorschrift, ingaan, ...
- αρχίζω στα ολλανδικά - aanhef, aanvangen, activeren, beginnen, begin, aanbinden, ontstaan, ...
- αρχαιολογία στα ολλανδικά - oudheidkunde, archeologie, de archeologie, archeologisch, archeologische
- αρχαιολογικός στα ολλανδικά - archeologische, archeologisch, de archeologische, archeologie
Τυχαίες λέξεις
Αρχαίος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verouderd, archaïsch, oude, oud, oudheden, het oude, de oude
Μεταφράσεις: verouderd, archaïsch, oude, oud, oudheden, het oude, de oude