Αρχαίος στα πολωνικά
Μετάφραση: αρχαίος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
archaiczny, starożytny, antyczny, starożytnej, ancient, starożytne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαίος
αρχαίος αργαλειός, αρχαίος δήμος της αττικής, αρχαίος έλληνας ανθοπώλης από την αθήνα, αρχαίος αττικός δήμος, αρχαίος ναός, αρχαίος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αρχαίος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αρχή στα πολωνικά - ustanawiać, wzdrygać, uruchamiać, reguła, wyruszać, startować, ustanowić, ...
- αρχίζω στα πολωνικά - startować, przerazić, zaczynać, ustanawiać, ustanowić, uruchomić, rozpocząć, ...
- αρχαιολογία στα πολωνικά - archeologia, archeologii, archeology, archeologiczne
- αρχαιολογικός στα πολωνικά - archeolog, archeologiczny, archeologiczne, Archaeological, archeologicznych, archeologicznym
Τυχαίες λέξεις
Αρχαίος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: archaiczny, starożytny, antyczny, starożytnej, ancient, starożytne
Μεταφράσεις: archaiczny, starożytny, antyczny, starożytnej, ancient, starożytne