Αρχαίος στα ουκρανικά

Μετάφραση: αρχαίος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
архаїчний, древній, стародавній, давній, древнє, стародавнє
Αρχαίος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχαίος

αρχαίος αργαλειός, αρχαίος δήμος της αττικής, αρχαίος έλληνας ανθοπώλης από την αθήνα, αρχαίος αττικός δήμος, αρχαίος ναός, αρχαίος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρχαίος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αρχή στα ουκρανικά - почало, походження, джерело, напад, відправлення, починатися, жолобити, ...
  • αρχίζω στα ουκρανικά - жолобити, вирушати, початися, починати, починатися, початок, почало, ...
  • αρχαιολογία στα ουκρανικά - археологія, археология, Географія, Підводний, Підводний світ
  • αρχαιολογικός στα ουκρανικά - археолог, археологічний, археологічна, археологічного
Τυχαίες λέξεις
Αρχαίος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: архаїчний, древній, стародавній, давній, древнє, стародавнє