Αρχαίος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αρχαίος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arcaico, antigo, antiga, antiguidades, antigos, antigas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαίος
αρχαίος αργαλειός, αρχαίος δήμος της αττικής, αρχαίος έλληνας ανθοπώλης από την αθήνα, αρχαίος αττικός δήμος, αρχαίος ναός, αρχαίος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρχαίος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αρχή στα πορτογαλικά - iniciar, origem, abalar, crise, partir, princesa, olhar, ...
- αρχίζω στα πορτογαλικά - princípio, olhar, começo, comece, partir, começar, abalar, ...
- αρχαιολογία στα πορτογαλικά - arqueologia, archeology, archaeology, a arqueologia, da arqueologia
- αρχαιολογικός στα πορτογαλικά - arqueológico, arqueológica, archaeological, arqueológicas, arqueológicos
Τυχαίες λέξεις
Αρχαίος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arcaico, antigo, antiga, antiguidades, antigos, antigas
Μεταφράσεις: arcaico, antigo, antiga, antiguidades, antigos, antigas