Ατομικισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ατομικισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
individualisme, het individualisme, individualiteit, individualisering
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατομικισμός
ατομικισμός συνωνυμα, αναρχικός ατομικισμός, ατομικισμός και ιδιοκτησία, ατομικισμός και συλλογικότητα, ατομικισμός λεξικό, ατομικισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατομικισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ατολμία στα ολλανδικά - verlegenheid, schroom, gebrek aan zelfvertrouwen, diffidence, schroomvalligheid
- ατομικά στα ολλανδικά - individueel, afzonderlijk, individuele, apart
- ατομικός στα ολλανδικά - hoofdelijk, enkeling, kerel, menselijk, knul, atomair, personage, ...
- ατομικότητα στα ολλανδικά - identiteit, individualiteit, eigenheid, persoonlijkheid, de individualiteit, individueel
Τυχαίες λέξεις
Ατομικισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: individualisme, het individualisme, individualiteit, individualisering
Μεταφράσεις: individualisme, het individualisme, individualiteit, individualisering