Ατομικισμός στα πολωνικά
Μετάφραση: ατομικισμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
indywidualizm, indywidualizmu, indywidualizmem, indywidualizmowi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατομικισμός
ατομικισμός συνωνυμα, αναρχικός ατομικισμός, ατομικισμός και ιδιοκτησία, ατομικισμός και συλλογικότητα, ατομικισμός λεξικό, ατομικισμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, ατομικισμός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ατολμία στα πολωνικά - bojaźliwość, wstydliwość, nieśmiałość, brak pewności siebie, nieufność, diffidence, nieufności
- ατομικά στα πολωνικά - indywidualizować, indywidualnie, pojedynczo, oddzielnie, osobno, indywidualnym
- ατομικός στα πολωνικά - indywiduum, osobliwy, osobisty, osoba, osobnik, jednostka, jednolity, ...
- ατομικότητα στα πολωνικά - indywidualność, jednostkowość, odrębność, osobowość, indywidualności, indywidualnoś
Τυχαίες λέξεις
Ατομικισμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: indywidualizm, indywidualizmu, indywidualizmem, indywidualizmowi
Μεταφράσεις: indywidualizm, indywidualizmu, indywidualizmem, indywidualizmowi