Ατομικισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ατομικισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
individualismo, o individualismo, do individualismo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατομικισμός
ατομικισμός συνωνυμα, αναρχικός ατομικισμός, ατομικισμός και ιδιοκτησία, ατομικισμός και συλλογικότητα, ατομικισμός λεξικό, ατομικισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ατομικισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ατολμία στα πορτογαλικά - desconfiança, acanhamento, timidez, diffidence, desconfianças
- ατομικά στα πορτογαλικά - individualmente, individual, individuais
- ατομικός στα πορτογαλικά - nuclear, indivíduo, personagem, pessoa, sujeito, pessoal, indiferente, ...
- ατομικότητα στα πορτογαλικά - individualidade, individuality, a individualidade, personalidade
Τυχαίες λέξεις
Ατομικισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: individualismo, o individualismo, do individualismo
Μεταφράσεις: individualismo, o individualismo, do individualismo