Ατομικισμός στα τούρκικα
Μετάφραση: ατομικισμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bireycilik, bireysellik, bireyselliğin, bireyselcilik, bireyciliği
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατομικισμός
ατομικισμός συνωνυμα, αναρχικός ατομικισμός, ατομικισμός και ιδιοκτησία, ατομικισμός και συλλογικότητα, ατομικισμός λεξικό, ατομικισμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, ατομικισμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ατολμία στα τούρκικα - çekingenlik, diffidence, kendine güvensizlik, çekinme
- ατομικά στα τούρκικα - bireysel, tek, ayrı ayrı, tek tek, ayrı
- ατομικός στα τούρκικα - bireysel, birey, tek tek, tek, ayrı, kişisel
- ατομικότητα στα τούρκικα - kendine özgülük, bireysellik, bireyselliği, bireyselliğin, bireyselliğini
Τυχαίες λέξεις
Ατομικισμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bireycilik, bireysellik, bireyselliğin, bireyselcilik, bireyciliği
Μεταφράσεις: bireycilik, bireysellik, bireyselliğin, bireyselcilik, bireyciliği