Κυριολεκτικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: κυριολεκτικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
letterlijk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά
κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη, κυριολεκτικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυριολεκτικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχία στα ολλανδικά - territorium, grondgebied, territoir, gouw, dominion, bol, goed, ...
- κυριαρχώ στα ολλανδικά - overweldigen, Overmaster
- κυριολεκτικός στα ολλανδικά - woordelijk, letterlijk, letterlijke, literal, de letterlijke
- κυριότερος στα ολλανδικά - kapitaal, hoofd-, voornaamste, principaal, hoofd, directeur, belangrijkste
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: letterlijk
Μεταφράσεις: letterlijk