Κυριολεκτικά στα ουγγρικά

Μετάφραση: κυριολεκτικά, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szó szerint, a szó szoros értelmében, szó, szó szoros értelmében, szó szoros
Κυριολεκτικά στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά

κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη, κυριολεκτικά λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κυριολεκτικά στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κυριαρχία στα ουγγρικά - uralkodás, értéktartomány, szuverenitás, domínium, szuverenitását, szuverenitásának, szuverenitása, ...
  • κυριαρχώ στα ουγγρικά - hatalmába kerít
  • κυριολεκτικός στα ουγγρικά - szó szerinti, szó, literál, szó szerint, literal
  • κυριότερος στα ουγγρικά - fő, elsődleges, legfontosabb, főbb, alapvető
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικά στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szó szerint, a szó szoros értelmében, szó, szó szoros értelmében, szó szoros