Κυριολεκτικά στα ουκρανικά
Μετάφραση: κυριολεκτικά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
буквалізм, буквально
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά
κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη, κυριολεκτικά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κυριολεκτικά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχία στα ουκρανικά - володарювання, маєток, владу, галузь, володарство, владицтво, перевага, ...
- κυριαρχώ στα ουκρανικά - здержувати, придушувати, домінувати, стримувати, Подчінітель
- κυριολεκτικός στα ουκρανικά - письменність, буквальний, буквальне, буквального, дослівний
- κυριότερος στα ουκρανικά - калічить, головний, головне, головного
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: буквалізм, буквально
Μεταφράσεις: буквалізм, буквально