Κυριολεκτικά στα πολωνικά
Μετάφραση: κυριολεκτικά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dosłownie, literalnie, dosłownym
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά
κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη, κυριολεκτικά λεξικό γλώσσας πολωνικά, κυριολεκτικά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχία στα πολωνικά - panowanie, władztwo, radziecki, dominium, dziedzina, domena, dominacja, ...
- κυριαρχώ στα πολωνικά - panować, górować, dominować, przeważać, zdominować, overmaster
- κυριολεκτικός στα πολωνικά - dosłowny, literał, literat, autentyczny, literowy, literalny, przyziemny, ...
- κυριότερος στα πολωνικά - magistralny, główny, pełny, potężny, zleceniodawca, dyrektor, szef, ...
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dosłownie, literalnie, dosłownym
Μεταφράσεις: dosłownie, literalnie, dosłownym