Μάνικα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μάνικα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slang, de slang, slangen
Μάνικα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάνικα

πυροσβεστική μάνικα, μάνικα χαλκίδας, μάνικα πυρόσβεσης, σάμψων μάνικα, μάνικα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μάνικα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μάλλον στα ολλανδικά - waarschijnlijk, zeker, vermoedelijk, wel, allicht, eerder, tamelijk, ...
  • μάνα στα ολλανδικά - mama, mammie, mamma, moeder, de moeder
  • μάνταλο στα ολλανδικά - klink, vergrendeling, grendel, latch, hendel
  • μάντης στα ολλανδικά - profeet, waarzegger, goddelijker, diviner, wichelroedeloper
Τυχαίες λέξεις
Μάνικα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slang, de slang, slangen