Προάγω στα ολλανδικά

Μετάφραση: προάγω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevorderen, promoveren, boom, giek, arm, hausse, spuitboom
Προάγω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προάγω

προάγω συνώνυμα, προάγω παράγω, προάγω ορισμός, προάγω λεξικό, παράγω αόριστος, προάγω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προάγω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προ- στα ολλανδικά - pre-, voor-, pre, vooraf
  • προάγγελος στα ολλανδικά - voorbode, harbinger, voorloper, voorbode is, de voorbode
  • προάστιο στα ολλανδικά - voorstad, buitenwijk, Suburb, plaatsFilter, wijk
  • προέκταση στα ολλανδικά - suffix, achtervoegsel, uitbreiding, verlenging, extensie, toestel, verlengstuk
Τυχαίες λέξεις
Προάγω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bevorderen, promoveren, boom, giek, arm, hausse, spuitboom