Ασθενικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: ασθενικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beteges, betegesen, émelyítő, betegeskedő, sápadt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασθενικός
ασθενικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ασθενικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ασθένεια στα ουγγρικά - kór, betegség, betegséget, betegségben
- ασθενής στα ουγγρικά - páciens, beteg, betegek, betegnek, beteget
- ασθμαίνω στα ουγγρικά - liheg, nadrág, pant, nadrágpelenka, nadrágot
- ασκητής στα ουγγρικά - aszkéta, aszketikus, aszkétikus, aszkézis
Τυχαίες λέξεις
Ασθενικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: beteges, betegesen, émelyítő, betegeskedő, sápadt
Μεταφράσεις: beteges, betegesen, émelyítő, betegeskedő, sápadt