Ασθενικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ασθενικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
болен, болно
Ασθενικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασθενικός

ασθενικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ασθενικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ασθένεια στα σλαβομακεδονικά - болест, болести, болеста, заболување, заболувања
  • ασθενής στα σλαβομακεδονικά - пациентот, пациент, пациентите, трпеливи, пациенти
  • ασθμαίνω στα σλαβομακεδονικά - панталона, жадувам, конфекцискиот број барем, конфекцискиот број барем за
  • ασκητής στα σλαβομακεδονικά - аскетски, аскетска, аскет, испосник, аскетскиот
Τυχαίες λέξεις
Ασθενικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: болен, болно