Ασθενικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ασθενικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
немічний, слабкий, незначний, нікчемний, кволий, хворобливий, болючий, болісний, болюче, хворобливе
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασθενικός
ασθενικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασθενικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ασθένεια στα ουκρανικά - хвороба, нездоров'я, захворювання, хворобу
- ασθενής στα ουκρανικά - терпеливий, пацієнт, хворий, терплячий, поранений
- ασθμαίνω στα ουκρανικά - зітхати, задихатися, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання
- ασκητής στα ουκρανικά - пустинник, відлюдник, аскет
Τυχαίες λέξεις
Ασθενικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: немічний, слабкий, незначний, нікчемний, кволий, хворобливий, болючий, болісний, болюче, хворобливе
Μεταφράσεις: немічний, слабкий, незначний, нікчемний, кволий, хворобливий, болючий, болісний, болюче, хворобливе