Ελαστικότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ελαστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
еластичність, еластичності
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαστικότητα
ελαστικότητα προσφοράς, ελαστικότητα εισοδήματος, ελαστικότητα ζήτησης, ελαστικότητα συνώνυμα, ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή, ελαστικότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ελαστικότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ελίτ στα ουκρανικά - еліта, елітний, еліти
- ελαστικός στα ουκρανικά - поступливість, піддатливість, юристи, люїзит, податливість, еластичний
- ελαττωματικός στα ουκρανικά - недосконалий, неправильний, ушкоджений, дефектний, хибний, пошкоджений, дефектну, ...
- ελαττώνομαι στα ουκρανικά - палички, спад, убуток, зменшення, збиток
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: еластичність, еластичності
Μεταφράσεις: еластичність, еластичності