Ελαστικότητα στα τούρκικα

Μετάφραση: ελαστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elastikiyet, esneklik, esnekliği, elastisite, elastikiyeti
Ελαστικότητα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαστικότητα

ελαστικότητα προσφοράς, ελαστικότητα εισοδήματος, ελαστικότητα ζήτησης, ελαστικότητα συνώνυμα, ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή, ελαστικότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ελαστικότητα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ελίτ στα τούρκικα - seçkinler, Elite, elit, seçkin, elit bir
  • ελαστικός στα τούρκικα - elastik, esnek, elastik bir, elastiki
  • ελαττωματικός στα τούρκικα - kusurlu, arızalı, bozuk, arızalıdır, defektif
  • ελαττώνομαι στα τούρκικα - azalmak, wane, zayıflamak, kerestedeki kusur, batmak
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: elastikiyet, esneklik, esnekliği, elastisite, elastikiyeti