Ελαστικότητα στα πολωνικά
Μετάφραση: ελαστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wigor, sprężystość, elastyczność, odbojność, elastyczności, sprężystości, elastycznością
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαστικότητα
ελαστικότητα προσφοράς, ελαστικότητα εισοδήματος, ελαστικότητα ζήτησης, ελαστικότητα συνώνυμα, ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή, ελαστικότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, ελαστικότητα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ελίτ στα πολωνικά - elita, elity, elite, elit, elitarnej
- ελαστικός στα πολωνικά - rozwiązły, ciągliwy, giętki, podatny, kowalny, niestaranny, luźny, ...
- ελαττωματικός στα πολωνικά - defektowy, niepełnowartościowy, błędny, ułomny, wadliwie, wadliwy, uszkodzony, ...
- ελαττώνομαι στα πολωνικά - zanikać, oblina, zmniejszanie, zmniejszać, ubycie, zanik, słabnąć, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wigor, sprężystość, elastyczność, odbojność, elastyczności, sprężystości, elastycznością
Μεταφράσεις: wigor, sprężystość, elastyczność, odbojność, elastyczności, sprężystości, elastycznością