Λαβίδα στα ουκρανικά
Μετάφραση: λαβίδα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щипці, пінцет, пинцет
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβίδα
ανατομική λαβίδα, λαβίδα βάνα, λαβίδα κροκοδείλου, μαρίλη λαβίδα, λαβίδα συμπλήρωσης, λαβίδα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λαβίδα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λαίμαργος στα ουκρανικά - жадний, зажерливий, пожадливий, ненажерливий, ненажера, Обжора, обжера
- λαβή στα ουκρανικά - затирати, хватка, ручка, затискати, схоплювання, обробляти, опрацьовувати
- λαβωμένος στα ουκρανικά - заведений, поранений, поранено, поранена
- λαβύρινθος στα ουκρανικά - темно-синій, лабіринт, лаборант
Τυχαίες λέξεις
Λαβίδα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: щипці, пінцет, пинцет
Μεταφράσεις: щипці, пінцет, пинцет