Λαβίδα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λαβίδα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alicate, tom, pinça, pinças, tweezers, uma pinça, pinças de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβίδα
ανατομική λαβίδα, λαβίδα βάνα, λαβίδα κροκοδείλου, μαρίλη λαβίδα, λαβίδα συμπλήρωσης, λαβίδα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λαβίδα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λαίμαργος στα πορτογαλικά - sedento, ávido, sequioso, avaro, avarento, cobiçoso, glutão, ...
- λαβή στα πορτογαλικά - aperto, moer, gripe, maleta, manusear, manipular, manejar, ...
- λαβωμένος στα πορτογαλικά - feridos, ferido, ferida, feridas, feriu
- λαβύρινθος στα πορτογαλικά - labirinto, do labirinto, de labirinto, labyrinth, labirinto de
Τυχαίες λέξεις
Λαβίδα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alicate, tom, pinça, pinças, tweezers, uma pinça, pinças de
Μεταφράσεις: alicate, tom, pinça, pinças, tweezers, uma pinça, pinças de