Λυγίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: λυγίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зігніться, гнути, гнуть
Λυγίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λυγίζω

λυγίζω συνωνυμο, δεν λυγίζω, λυγίζω in english, λυγίζω στα αγγλικά, λυγίζω συνώνυμα, λυγίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λυγίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λούστρο στα ουκρανικά - лиск, тлумачення, лоск, блиск, поліомієліт, шпон, шпона, ...
  • λούτσα στα ουκρανικά - тупий, тупій, тупою, незграбний, тупої, Loutsa
  • λυγαριά στα ουκρανικά - верба, лоза, плетений
  • λυγμός στα ουκρανικά - захлинатись, ридання, захлинатися, плач, завивання, завивання із
Τυχαίες λέξεις
Λυγίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зігніться, гнути, гнуть