Στεγάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: στεγάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вміщення, пристосувати, постачати, узгоджувати, stegazo
Στεγάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στεγάζω

στεγάζω αγγλικά, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στεγάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στείρα στα ουκρανικά - стебло, плем'я, роде, затримувати, ніс, стовбур, стерильний, ...
  • στείρος στα ουκρανικά - безплідний, виведений, неплідний, глузування, марний, неродючий, безрезультатний, ...
  • στεγαστικός στα ουκρανικά - ніша, паз, вкриття, гніздо, захисток, футляр, корпус
  • στεγνός στα ουκρανικά - сушитися, сухість, сухий, сушити, сухої, сухою, сухій, ...
Τυχαίες λέξεις
Στεγάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вміщення, пристосувати, постачати, узгоджувати, stegazo