Εκδικητικός στα πολωνικά
Μετάφραση: εκδικητικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karny, mściwy, mściwe, mściwi, mściwa, mściwym
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκδικητικός
εκδικητικός συνώνυμα, εκδικητικός αγγλικά, εκδικητικός άνθρωπος, εκδικητικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, εκδικητικός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εκδηλωτικός στα πολωνικά - otwarty, towarzyski, wyjazdowy, rozchodowy, wyjście, ekspansywny, wylewny, ...
- εκδικάζω στα πολωνικά - zasmakować, wypróbować, spróbować, próbować, przymierzyć, wypróbowywać, starać, ...
- εκδικούμαι στα πολωνικά - odwzajemniać, pomścić, mścić, odpłacać, odpłacić się, wynagradzać, nagradzać, ...
- εκδοχή στα πολωνικά - przekład, wersja, wersji, wersję, version, w wersji
Τυχαίες λέξεις
Εκδικητικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: karny, mściwy, mściwe, mściwi, mściwa, mściwym
Μεταφράσεις: karny, mściwy, mściwe, mściwi, mściwa, mściwym