Υπομονετικά στα πολωνικά
Μετάφραση: υπομονετικά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cierpliwie, cierpliwe, cierpliwością
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπομονετικά
υπομονετικά λεξικό γλώσσας πολωνικά, υπομονετικά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- υπομένω στα πολωνικά - znosić, wycierpieć, przetrwać, przecierpieć, wytrzymywać, trwać, wytrzymać, ...
- υπομονή στα πολωνικά - cierpliwość, wytrwałość, cierpliwości, cierpliwością
- υπομονετικός στα πολωνικά - cierpliwy, kuracjuszka, kuracjusz, pacjent, chory, pacjenta, cierpliwość
- υπονομευτικός στα πολωνικά - wywrotowy, przewrotny, przewrotowy, wywrotowe, wywrotowych, wywrotową, wywrotowa
Τυχαίες λέξεις
Υπομονετικά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: cierpliwie, cierpliwe, cierpliwością
Μεταφράσεις: cierpliwie, cierpliwe, cierpliwością