Άσκοπος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άσκοπος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem objetivo, sem rumo, sem propósito, aimless, desorientado
Άσκοπος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άσκοπος

άσκοπος συνώνυμα, άσκοπος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άσκοπος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άσθμα στα πορτογαλικά - asma, a asma, da asma, de asma, asthma
  • άσκηση στα πορτογαλικά - brocar, perfurar, prático, praticar, brocas, livrar, ensaiar, ...
  • άσπλαχνος στα πορτογαλικά - inclemente, impiedoso, sem misericórdia, unmerciful, incompassivo
  • άσπρος στα πορτογαλικά - assobio, assobiar, branco, branca, brancos, white, o branco
Τυχαίες λέξεις
Άσκοπος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sem objetivo, sem rumo, sem propósito, aimless, desorientado