Ελαστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ελαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elástico, elástica, elásticos, elásticas, elasticidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαστικός
ελαστικός επίδεσμος, ελαστικός τάπητας, ελαστικός αρμόστοκος, ελαστικός παρθενικός υμένας, ελαστικός στόκος, ελαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ελαστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ελίσσομαι στα πορτογαλικά - tencionar, meio, ziguezaguear, achar, entender, meandro, meander, ...
- ελίτ στα πορτογαλικά - elite, de elite, elites, da elite, elite de
- ελαστικότητα στα πορτογαλικά - elasticidade, a elasticidade, elasticidade da, elasticidade de, de elasticidade
- ελαττωματικός στα πορτογαλικά - imperfeito, evacuar, defeituoso, com defeito, defeito, defeituosa, defeituosos
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: elástico, elástica, elásticos, elásticas, elasticidade
Μεταφράσεις: elástico, elástica, elásticos, elásticas, elasticidade