Τροφαντός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τροφαντός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gordo, trofantos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφαντός
τροφαντός συνώνυμα, τροφαντός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τροφαντός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τροπόσφαιρα στα πορτογαλικά - troposfera, troposphere, troposférico
- τροφή στα πορτογαλικά - comida, nutrientes, alimentos, alimento, acariciar, alimentação, alimentar
- τροφικός στα πορτογαλικά - nutritivo, nutritiva, nutritive, nutritivos, nutricional
- τροφοδοσία στα πορτογαλικά - restauração, férias, de catering, atendimento, suficientes
Τυχαίες λέξεις
Τροφαντός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gordo, trofantos
Μεταφράσεις: gordo, trofantos