Υπαινιγμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπαινιγμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mula, sugestão, insinuação, dica, toque, pitada
Υπαινιγμός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαινιγμός

υπαινιγμός ετυμολογία, υπαινιγμός λεξικο, δηκτικός υπαινιγμός, υπαινιγμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπαινιγμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπαγόρευση στα πορτογαλικά - comando, ditado, de ditado, o ditado, ditados, ditado de
  • υπαινίσσομαι στα πορτογαλικά - insignificante, insinue, insinuar, insinuam, insinua, insinuando
  • υπαινισσόμενος στα πορτογαλικά - hinter
  • υπακοή στα πορτογαλικά - obediência, a obediência, da obediência, obedience, de obediência
Τυχαίες λέξεις
Υπαινιγμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mula, sugestão, insinuação, dica, toque, pitada