Υπαινιγμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: υπαινιγμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zinspelen, toespeling, zinspeling, wenk, tip, hint, vleugje
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπαινιγμός
υπαινιγμός ετυμολογία, υπαινιγμός λεξικο, δηκτικός υπαινιγμός, υπαινιγμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπαινιγμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υπαγόρευση στα ολλανδικά - dictee, dictaat, commando, opdracht, bevel, dicteren, dictaten, ...
- υπαινίσσομαι στα ολλανδικά - insinueren, te insinueren, insinueert, insinuatie, insinueeren
- υπαινισσόμενος στα ολλανδικά - hinter, achterland, bijgedachten
- υπακοή στα ολλανδικά - gehoorzaamheid, de gehoorzaamheid, gehoorzamen, gehoorzaam
Τυχαίες λέξεις
Υπαινιγμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zinspelen, toespeling, zinspeling, wenk, tip, hint, vleugje
Μεταφράσεις: zinspelen, toespeling, zinspeling, wenk, tip, hint, vleugje