Κότερο στα τούρκικα
Μετάφραση: κότερο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yat, şalopa, şalopayı, donanimi Sloop, sloop, slup
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κότερο
κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, κότερο λεξικό γλώσσας τούρκικα, κότερο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κόστος στα τούρκικα - maliyet, maliyetli, maliyeti, ekonomik, masraf
- κότα στα τούρκικα - tavuk, hen, veda, tavuğu, grupla
- κότσος στα τούρκικα - topuz, bun, çörek, topuzu
- κότσυφας στα τούρκικα - karatavuk, Blackbird, The Blackbird, karatavuğu, Black Bird
Τυχαίες λέξεις
Κότερο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yat, şalopa, şalopayı, donanimi Sloop, sloop, slup
Μεταφράσεις: yat, şalopa, şalopayı, donanimi Sloop, sloop, slup