Abbreviare στα ελληνικά
Μετάφραση: abbreviare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντομεύω, μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις
- abbraccio στα ελληνικά - αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, αγκαλιά, αγκαλιάζουν
- abbreviamento στα ελληνικά - ακρώνυμο, συντόμευση, βράχυνση, σύντμηση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
- abbreviazione στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- abbrivo στα ελληνικά - δεμένος, πρόοδος, πρόοδο, προχωρήσουμε, σημειώσουμε πρόοδο, προόδους
Τυχαίες λέξεις
Abbreviare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντομεύω, μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: συντομεύω, μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί