Гадаваць στα ελληνικά
Μετάφραση: гадаваць, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιεργώ, ταΐζω, αμπάρι, τροφοδοτώ, διατείνομαι, τρέφω, κρατώ, εξακολουθώ, διατηρώ, υποστηρίζω, κατακρατώ, σιτίζω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вёска στα ελληνικά - σκοπός, χώρα, πατρίδα, εξοχή, σταυροφορία, κίνηση, προσπάθεια, ...
- гаварыць στα ελληνικά - ομιλία, ξεστομίζω, κρένω, εκστομίζω, στόμα, απόλυτος, καθαρός, ...
- гадзiна στα ελληνικά - ώρα, h, Η, ώρες, ωρών
- гадзiньнiк στα ελληνικά - ρολόι, παρακολουθώ, φρουρά, βλέπω, gadinnik
Τυχαίες λέξεις
Гадаваць στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, ταΐζω, αμπάρι, τροφοδοτώ, διατείνομαι, τρέφω, κρατώ, εξακολουθώ, διατηρώ, υποστηρίζω, κατακρατώ, σιτίζω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, ταΐζω, αμπάρι, τροφοδοτώ, διατείνομαι, τρέφω, κρατώ, εξακολουθώ, διατηρώ, υποστηρίζω, κατακρατώ, σιτίζω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση