Τρέφω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абрабiць, гадаваць, падача, Прадстаўленне
Τρέφω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τρέφω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • τρένο στα λευκορωσικά - цягнік, поезд
  • τρέξιμο στα λευκορωσικά - стопень, прабег
  • τρέχω στα λευκορωσικά - хадзiць, буянства, буйства, буянасьць, бушаванне
  • τρήμα στα λευκορωσικά - адтуліну, адтуліна
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абрабiць, гадаваць, падача, Прадстаўленне