Τροφοδοτώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гадаваць, есьцi, тапіць, паліць, паліць у
Τροφοδοτώ στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τροφοδοτώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα λευκορωσικά - пажыўны, пажыўная
  • τροφοδοσία στα λευκορωσικά - грамадскае, грамадская, грамадскую, грамадзкае, грамадскі
  • τροφοδότης στα λευκορωσικά - пастаўшчык, пастаўцы, пастаўшчыком
  • τροχαλία στα λευκορωσικά - шкіў, шківа
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: гадаваць, есьцi, тапіць, паліць, паліць у