Διακοπή στα λιθουανικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pertrauka, pauzė, nutraukimas, nutraukimo, nutraukimą, nutraukimų, nutrūkimo
Διακοπή στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διακοπή στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα λιθουανικά - filialas, filialo, šaka, skyrius, padalinys
  • διακοπές στα λιθουανικά - atostogos, šventės, švenčių, atostogų, Holidays
  • διακοσμώ στα λιθουανικά - blizgučiai, blizgutis, puošti blizgučiai, blizgalas, blizgėti
  • διακρίσεις στα λιθουανικά - diskriminacija, diskriminacijos, diskriminaciją, nediskriminavimo, su diskriminacija
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pertrauka, pauzė, nutraukimas, nutraukimo, nutraukimą, nutraukimų, nutrūkimo