Παύση στα λιθουανικά
Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pauzė, pertrauka, pristabdyti, pauzės, pauzę
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παύση
παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παύση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παχυσαρκία στα λιθουανικά - nutukimas, nutukimu, Nutukimo, nutukimą, su nutukimu
- παχύσαρκος στα λιθουανικά - riebus, apkūnus, nutukęs, nutukę, nutukusių, yra nutukę, nutukusiais
- παύω στα λιθουανικά - baigti, nustoti, nutraukimo, nustoja, nutraukimas, baigtis
- πείθω στα λιθουανικά - įtikinti, įtikintų, įtikinėti
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pauzė, pertrauka, pristabdyti, pauzės, pauzę
Μεταφράσεις: pauzė, pertrauka, pristabdyti, pauzės, pauzę