Σταματώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikrinimas, derėti, čekis, pauzė, išbandyti, tikti, pertrauka, tikrinti, sustabdyti, nutraukti, sustoti, nustoti, stop
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταματώ
σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σταματώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σταθμός στα λιθουανικά - punktas, stotis, postas, stoties, station, stotelė, stotį
- σταλάζω στα λιθουανικά - lašėti, srovelė, sroventi, almėti, lašėjimas, mažas kiekis
- στασιασμός στα λιθουανικά - kurstymas maištauti, vaidai, Sedition, Bunt, antivyriausybinė agitacija
- στασιαστικός στα λιθουανικά - maištingas, maištinga, maištingi, opornego, užsispyręs
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tikrinimas, derėti, čekis, pauzė, išbandyti, tikti, pertrauka, tikrinti, sustabdyti, nutraukti, sustoti, nustoti, stop
Μεταφράσεις: tikrinimas, derėti, čekis, pauzė, išbandyti, tikti, pertrauka, tikrinti, sustabdyti, nutraukti, sustoti, nustoti, stop