Aandringen στα ελληνικά
Μετάφραση: aandringen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμένω, πιέζω, πρεσάρω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
Μεταφράσεις
- aandrang στα ελληνικά - συνωστισμός, τρέχω, ζουλώ, συνθλίβω, ξεχύνομαι, βιασύνη, ορμή, ...
- aandrift στα ελληνικά - ορμή, ώθηση, παρόρμηση, ώθησης, ώσης, άμεσης κατανάλωσης
- aandrukken στα ελληνικά - πρεσάρω, πιέζω, πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, πίεση, το πάτημα
- aanduiden στα ελληνικά - φανερώνω, αιχμή, δείχνω, εμφαίνω, γνέφω, σήμα, νεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Aandringen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμένω, πιέζω, πρεσάρω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
Μεταφράσεις: επιμένω, πιέζω, πρεσάρω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε