Prejudiciëren στα ελληνικά

Μετάφραση: prejudiciëren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει
Prejudiciëren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • preferentie στα ελληνικά - προνόμιο, προτίμηση, προτίμησης, προτίμησή, προτιμήσεις, την προτίμησή
  • prehistorie στα ελληνικά - προϊστορία, προϊστορίας, την προϊστορία, προϊστορικούς χρόνους, τους προϊστορικούς χρόνους
  • preliminair στα ελληνικά - προκαταρκτικός, έκδοση προδικαστικής, προκαταρκτική, προκαταρκτικά, προκαταρκτικές
  • premie στα ελληνικά - βραβείο, κίνητρο, πριμοδότηση, έπαθλο, πριμ, επίδομα, ασφάλιστρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Prejudiciëren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει