Toewijden στα ελληνικά
Μετάφραση: toewijden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adequaat στα ελληνικά - επαρκής, επαρκή, επαρκείς, κατάλληλη, επαρκούς
- benutten στα ελληνικά - χρήση, εφαρμόζω, βάζω, χρησιμοποιώ, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, ...
- kajuit στα ελληνικά - θαλαμίσκος, καμπίνα, θαλάμου επιβατών, θαλάμου, καμπίνας, θάλαμο
- opeenhopen στα ελληνικά - συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, σωρός, στοιβάδα, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Toewijden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν