Пауза στα ελληνικά
Μετάφραση: пауза, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παύση, σταματώ, διακοπή, διακόπτω, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Μεταφράσεις
- доробка στα ελληνικά - ξαναγράφω, ολοκλήρωση, συμπλήρωση, την ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, υλοποίηση
- заборонити στα ελληνικά - απαγορευμένο, απαγορεύω, απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγόρευσης, την απαγόρευση, ...
- затопити στα ελληνικά - υπερχείλιση, ξεχειλίζω, νεροχύτης, νεροχύτη, νιπτήρα, βύθισης, νεροχύτη της
- кофе στα ελληνικά - φαρμακείο, καφές, καφέ, τον καφέ, του καφέ, για καφέ
Τυχαίες λέξεις
Пауза στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παύση, σταματώ, διακοπή, διακόπτω, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Μεταφράσεις: παύση, σταματώ, διακοπή, διακόπτω, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση