Usiłowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: usiłowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, προσπάθειά, προσπάθειας, η προσπάθειά
Usiłowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • albumina στα ελληνικά - λευκωματίνη, αλβουμίνη, λευκωματίνης, αλβουμίνης, λεύκωμα
  • alkalizować στα ελληνικά - αλκαλοποιώ, alkalize, αλκαλικό, αλκαλοποιώ το, κάνει αλκαλικό
  • chrzczenie στα ελληνικά - βάφτιση, Βάπτισης, βάπτιση, Βαπτιστικά, τη βάπτιση
  • infekować στα ελληνικά - μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Τυχαίες λέξεις
Usiłowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, προσπάθειά, προσπάθειας, η προσπάθειά