Επικουρικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
secundário, anexo, filial, acessório, subsidiário, subsidiária, controlada
Επικουρικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρικός

επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επικουρικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επικοινωνώ στα πορτογαλικά - comunicar, comunique-se, participar, se comunicar, comunicam, comunique
  • επικουρία στα πορτογαλικά - zelo, ajuda, criado, preocupação, capacete, cuidado, ajudar, ...
  • επικράτηση στα πορτογαλικά - predomínio, prevalência, prevalência de, a prevalência, prevalências
  • επικρίνω στα πορτογαλικά - criticar, critique, criticam, criticá, critica, crítica
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: secundário, anexo, filial, acessório, subsidiário, subsidiária, controlada