Paus στα ελληνικά

Μετάφραση: paus, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπή, διάστημα, σταματώ, διάλειμμα, διάλλειμα, διακόπτω, αντεπίθεση, παύση, σπάζω, σηκός, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Paus στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • patron στα ελληνικά - τσιφλικάς, ιπποκόμος, φυσίγγιο, κασέτα, φυσιγγίου, κασέτας, φύσιγγα
  • patrull στα ελληνικά - φυλάω, φύλακας, φρουρώ, περιπολία, φρουρά, περίπολος, Patrol, ...
  • paviljong στα ελληνικά - περίπτερο, Pavilion, περιπτέρου, κιόσκι, περίπτερο της
  • pedal στα ελληνικά - πετάλιο, πετάλι, πεντάλι, πεντάλ, πεντάλ του, του πεντάλ
Τυχαίες λέξεις
Paus στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπή, διάστημα, σταματώ, διάλειμμα, διάλλειμα, διακόπτω, αντεπίθεση, παύση, σπάζω, σηκός, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο