Διακοπή στα σουηδικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppehåll, rast, paus, avbrott, avbrottet, avbrytande, avbryts
Διακοπή στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας σουηδικά, διακοπή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα σουηδικά - gren, filial, grenen, filialen, förgrena
  • διακοπές στα σουηδικά - semester, ferie, ledighet, helg, helgdagar, semestrar, semestrar i, ...
  • διακοσμώ στα σουηδικά - dekorera, pryda, smycka, paljett, Spangle, glitter, spanglen, ...
  • διακρίσεις στα σουηδικά - diskriminering, diskriminerings, diskriminering på, diskrimineringen, av diskriminering
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: uppehåll, rast, paus, avbrott, avbrottet, avbrytande, avbryts